- πολυ-
- Α το, Νάκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα.————————ΝΜΑα' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β' συνθετικό γίνεται πολλές φορές, επαναλαμβάνεται με μεγάλη συχνότητα (πρβλ. πολυ-κυλίνδητος, πολυ-παθαίνω, πολυ-ύμνητος) ή ότι είναι άφθονο ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, ένταση, ποικιλία (πρβλ. πολυ-άνθρωπος, πολυ-μιλώ, πολύ-μορφος, πολυ-τεντώνω) ή ότι η ιδιότητα που δηλώνει το β' συνθετικό εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό (πρβλ. πολυ-άγρυπνος, πολύ-θερμος). Μ' αυτήν τη σημ. το πολυ- χρησιμοποιείται για να επιτείνει την έννοια τού β' συνθετικού, ιδίως όταν αυτό είναι επίθ. (πρβλ. πολυ-βασανισμένος, πολύ-σοφος). Χαρακτηριστικό είναι ότι μεγάλος αριθμός από τα συνθ. αυτά ανήκουν στην κατηγορία τών κτητικών συνθ. και δηλώνουν ότι η λ. που προσδιορίζεται από το σύνθ. περιλαμβάνει, έχει σε μεγάλο αριθμό αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. πολυ-άνθρωπος, πολυ-άσχολος, πολύ-μορφος, πολυ-παθής). Εξάλλου, το πολυ- απαντά και σε ξεν. επιστημον. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. polygenesis > πολυ-γένεση, polydipsia > πολυ-διψία). Ειδικότερα, στη χημ. ορολογία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό τών ονομασιών μακρομοριακών χημικών ενώσεων, όπως είναι λ.χ. το πολυ-αιθυλένιο, τα πολυαμίδια, οι πολυ-εστέρες, ενώσεων οι οποίες έχουν προκύψει από τον πολυμερισμό, δηλ. τη συνένωση μεγάλου αριθμού απλούστερων ενώσεων, τών πολυμερών, καθώς και στην περίπτωση τών ενώσεων που περιέχουν πολλές φορές τις ίδιες ή και διαφορετικές χαρακτηριστικές ομάδες, όπως είναι λ.χ. οι πολυ-αλκοόλες, τα πολυ-καρβονικά οξέα, οι πολυ-αμίνες κ.ά.Λέξεις με α' συνθετικό πολυ-: πολυαγάπητος, πολυαίματος, πολύαιμος, πολύανδρος, πολυανθής, πολυάνθρωπος, πολυάριθμος, πολύαστρος, πολυάσχολος, πολυαύχενος, πολύβιβλος, πολυβόλος, πολύβοος, πολυγάλακτος, πολύγαμος, πολύγλωσσος, πολύγνωμος, πολυγόνατος, πολυγράμματος, πολύγραμμος, πολυγράφος, πολύγωνος, πολυδάκτυλος, πολυδάπανος, πολύδενδρος, πολύδεσμος, πολύδροσος, πολυδύναμος, πολύεδρος, πολυειδής, πολυέλαιος, πολυέλεος, πολυέξοδος, πολυετής, πολυεύσπλαγχνος, πολύζυγος, πολύζωμος, πολυήμερος, πολύηχος, πολύθεος, πολυθρήνητος, πολυθρύλητος, πολύθυρος, πολυΐστωρ, πολύκαρπος, πολύκαυστος, πολυκέντητος, πολυκερδής, πολυκέφαλος, πολυκίνητος, πολύκλαδος, πολύκλαυστος, πολύκλωνος, πολύκροτος, πολύλογος, πολυμαθής, πολυμελής, πολυμερής, πολυμήχανος, πολύμιτος, πολύμορφος, πολύμοχθος, πολύνευρος, πολυπάτητος, πολύπειρος, πολυπλάνητος, πολύπλευρος, πολυπληθής, πολύπλοκος, πολυπόθητος, πολυποίκιλος, πολυπράγμων, πολυπρόσωπος, πολύπτερος, πολύπτυχος, πολύπτωτος, πολύρραφος, πολυ(ρ)ρήμων, πολύ(ρ)ριζος, πολύσαρκος, πολυσέβαστος, πολυσήμαντος, πολύσημος, πολύσκιος, πολύσπαστος, πολύσπερμος, πολύσπορος, πολυστάφυλος, πολυστένακτος, πολύστικτος, πολύστιχος, πολύστομος, πολύστροφος, πολύστυλος, πολυσύλλαβος, πολυσύνδετος, πολυσύνθετος, πολυσύστατος, πολυσχημάτιστος, πολύσχημος, πολυσχιδής, πολυτάλαντος, πολυτάραχος, πολύτεκνος, πολυτελής, πολύτεχνος, πολυτίμητος, πολύτιμος, πολύτοκος, πολύτρητος, πολύτριχος, πολύτροπος, πολύυδρος, πολυύμνητος, πολυφάγος, πολυφάνταστος, πολύφεγγος, πολύφερνος, πολύφημος, πολύφθογγος, πολυφίλητος, πολύφιλος, πολύφλοισβος, πολυφυής, πολύφυλλος, πολύφυλος, πολύφωνος, πολύφωτος, πολυχαίτης, πολύχειρος, πολύχνους, πολύχορδος, πολυχρήματος, πολυχρόνιος, πολύχρονος, πολύχρους(-χροος), πολύχρυσος, πολύχρωμος, πολύχυμος, πολύχωρος, πολύψογος, πολυώδυνος, πολυώνυμος, πολύωρος, πολυώροφοςαρχ.πολυάγαθος, πολύαγρος, πολυάδελφος, πολύαινος, πολυαλγής, πολυάμπελος, πολυάνωρ, πολυαπεχθής, πολυάρατος, πολυάργυρος, πολυάρετος, πολυαρκής, πολυάρματος, πολυαρμόνιος, πολυάρουρος, πολύαρχος, πολυαχθής, πολύβατος, πολυβαφής, πολυβλαβής, πολυβόητος, πολύβοτος, πολύβουλος, πολύβυρσος, πολύβωμος, πολυγενής, πολυγηθής, πολυδεής, πολυδερκής, πολύβετος, πολύδημος, πολυδιάκριτος, πολυδιάχυτος, πολυδίδακτος, πολύδικος, πολύδιψος, πολύδοξος, πολύδρομος, πολύδρυμος, πολύδωρος, πολυεθνής, πολυειδήμων, πολυεπής, πολυέραστος, πολυεργής, πολύεργος, πολυέρως, πολύζηλος, πολυζήμιος, πολύζωνος, πολυηγόρος, πολυήκοος, πολυήλατος, πολυθαλής, πολυθαρσής, πολυθέατος, πολυθελγής, πολύθρηνος, πολυΐδμων, πολύκερως, πολυκηδής, πολυκίνδυνος, πολυκλεής, πολύκληρος, πολύκλινος, πολυκλόπος, πολύκμητος, πολύκνισος, πολύκοιτος, πολύκοκκος, πολύκομος, πολύκομψος, πολύκοπος, πολυκρατής, πολυκράτωρ, πολύκριθος, πολυκτόνος, πολυκυδής, πολύκυκλος, πολυκύματος, πολύκωπος, πολύλαλος, πολυλαμπής, πολύλαος, πολυλήμματος, πολυλίμενος, πολύλοβος, πολύλυπος, πολύλυχνον, πολυμανής, πολυμάταιος, πολύμαχος, πολυμεγέθης, πολυμέλαθρος, πολύμετρος, πολύμηλος, πολύμηνις, πολύμητις, πολυμήτωρ, πολυμιγής, πολυμισής, πολυνέφελος, πολύνους, πολύοινος, πολύομβρος, πολύοσμος, πολύπαις, πολυπενθής, πολυπήμων, πολύπιστος, πολυπλούσιος, πολυπόνηρος, πολυπότης, πολύπυλος, πολύπυργος, πολύρροδος, πολύρρυτος, πολύσιτος, πολυσκελής, πολύφοβος, πολύφοιτος, πολυφραδής, πολυχαρής, πολυχίτων, πολύχλωρος, πολύψηφος, πολυώνυχοςαρχ.-μσν.πολυάρτυτος, πολυβαθής, πολύβιος, πολυγλυφής, πολυδαίδαλος, πολυδινής, πολύδινος, πολυέλικτος, πολύευκτος, πολυήρης, πολυθαλπής, πολυθαύμαστος, πολύκρημνος, πολύκρουνος, πολυκτήμων, πολυμακάριστος, πολύνοσος, πολυούσιος, πολύπικρος, πολύπονος, πολύσοφος, πολύσπιλος, πολύσπλαγχνος, πολυσπούδαστος, πολυστεφής, πολύτολμος, πολυφόρος, πολύφρων, πολύχρηστος, πολύχυτος, πολυωφελήςμσν.πολυάγρυπνος, πολυάξιος, πολυαυγής, πολύαυλος, πολυβάσανος, πολυβελής, πολύβλεπτος, πολυβλέφαρος, πολύβρωμος, πολυγλαγής, πολυγνώριστος, πολυδιαίρετος, πολυδόνητος, πολυετηρίς, πολύευνος, πολυήθης, πολυθελής, πολυκυμία, πολυμέταλλος, πολυμόχθηρος, πολυπόλεμος, πολυρρεπής, πολυσεβής, πολυστυγής, πολυτάπητος, πολυφανής, πολυφλύαροςμσν.- νεοελλ.πολυβότανος, πολυζήτητος, πολυζώητος, πολυκάντηλο, πολυκύμαντος, πολυπικραίνω, πολυσταύριο(ν)νεοελλ.πολυαρτηρίτιδα, πολυβασανισμένος, πολύβλαστος, πολύβογγος, πολυγένεση, πολύγναθος, πολύγνωρος, πολυγνωσία, πολύγυνος, πολυδακτυλία, πολυδάσωτος, πολυδιαβασμένος, πολυδιάστατος, πολυδιήγητος, πολυδιψία, πολυδονητής, πολυδοντικός, πολυδουλεμένος, πολυδούλευτος, πολυδούλης, πολυζήλευτος, πολυθέλγητρος, πολυθεσία, πολυθόλωτος, πολυθόρυβος, πολύκαιρος, πολυκατάρατος, πολυκατάστημα, πολυκατέργαστος, πολυκάτεχος, πολυκατοικία, πολυκήριο, πολύκλαρος, πολυκλινική, πολυκοιμάμαι, πολυκοιτάζω, πολυκομματικός, πολυκομματισμός, πολυκοσμία, πολυκουρσεμένος, πολυκύτταρος, πολυλογάς, πολύλοφος, πολυλυπάμαι, πολυμέτωπος, πολύμηνος, πολυμιλώ, πολύνεκρος, πολυπώλιο, πολυσέλιδος, πολυσέπαλος, πολυσκόπιο, πολύσπαρτος, πολυσταυρία, πολύστηλος, πολυσυλλεκτικός, πολυσυλλογισμός, πολυσύχναστος, πολύσφηνο, πολυτεντώνω, πολυτεχνίτης, πολύτομος, πολύτρομος, πολυφαγάς, πολυφαρμακία, πολυψήφιος.
Dictionary of Greek. 2013.